Παμπούλα

Αναθεώρηση ως προς 16:07, 18 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
Παμπούλα (η)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

το αιμάτωμα, καρούμπαλο, εξόγκωμα, οίδημα στο δέρμα

Παραδείγματα

«Έσιρεν μου μια πέτρα πα' στην κκελλέ μου τζ̌ι έφκαλα παμπούλαν», φρ.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).