Σκλάβωμα
Σκλάβωμα (το) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
Οι γονείς κάποιου παιδιού που έπασχε από λάβημα (έλαβε), λάωμα, κοινώς σεληνιασμός, επιληψία, έτασσαν το παιδί τους όταν μεγαλώσει να υπηρετήσει στο μοναστήρι για ένα – δύο χρόνια ως υπηρέτης (σκλάβος) του Απ. Ανδρέα. Στη διάρκεια της θητείας του στο μοναστήρι ο υπηρέτης φορούσε γύρω από τον τράχηλό του το «κουλούριον», ένα είδος χάλκινου ή ασημένιου χαλκά που συμβόλιζε ότι το άτομο ήταν υπηρέτης-σκλάβος του Αγίου
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).