Σουλιμά (η)

Ετυμολογία

από την Αραβική Selaminie (sublime), Τουρκ. υδραργυρική συσκευασία, οξείδιο του μολύβδου δηλ. φαρμάκι, δηλητήριο (για θεραπεία της σύφιλης)

Σημασιολογία

ο σουλεμάς

Παραδείγματα

«Εσένα πρέπει σου σουλιμά», φρ. = για κακούς και επικίνδυνους που μόνο δηλητήριο τους ταιριάζει

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).