Σ̌σ̌ιπίλλης

Αναθεώρηση ως προς 16:12, 18 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
Σ̌σ̌ιπίλλης (ο)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

αυτός που πονεί τα μάτια του, και τα ανοιγοκλείνει συνέχεια από τον πόνο

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Τσικκιρίλλης

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).