Φακκοποδκιά

Αναθεώρηση ως προς 16:15, 18 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
Φακκοποδκιά (η)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

εκείνη της οποίας «φακκούν» (συγκρούονται) τα πόδια της, δηλ. άτομο με στρεβλά πόδια, ίσως λόγω ραχιτισμού

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).