Χόλλιασμα

Αναθεώρηση ως προς 16:17, 18 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
Χόλλιασμα (το)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

βάψιμο των (κάτω) φλεβάρων για προφύλαξη από οφθαλμία, και ως καλλυντικό. Οφθαλμικό φάρμακο.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

χολλιαστήρα (η) = δοχείο στο οποίο έβαζαν τη χολλά

Συνώνυμα

Xολλά

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).