Βίλλα
Βίλλα, (η) | |
---|---|
Σημασιολογία | το πέος. |
Ετυμολογία
από το λατινικό «villa» = προεξοχή.
Σημασιολογία
το πέος.
Παραδείγματα
«Έλα βιλλούιν μου να σε χαρώ»
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Βίλλος (βιλλίν, το) είναι και το μικρό αρσενικό παιδί.
«Βιλλιάζω» = έρχομαι σε συνουσία, γαμώ.
Συνώνυμα
βίλλος (ο)= το πέος
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).