Βλότομος

Αναθεώρηση ως προς 15:38, 22 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Βλότομος, (ο)
Σημασιολογία το εργαλείο με το οποίο γίνεται η αφαίμαξη.

Ετυμολογία

Σημασιολογία

το εργαλείο με το οποίο γίνεται η αφαίμαξη.

Παραδείγματα

  • «Έμπηξεν μου τον βλότομον τζ̌' εν ένωσα»
  • Επίσης και η καθαυτό αφαίμαξη («ο βλότομος έν πολλά ωφέλιμος»

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).