Γαρκαρίζω

Αναθεώρηση ως προς 15:39, 22 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Γαρκαρίζω
Σημασιολογία είμαι στο στρώμα για καιρό, από το «βαριά» και «γουργουρίζω»

Ετυμολογία

Σημασιολογία

είμαι στο στρώμα για καιρό, από το «βαριά» και «γουργουρίζω»

Παραδείγματα

Και «βαρκαρισμένος» = αυτός που δεν μπορεί να μιλά ή να περπατά λόγω αδυναμίας. Η Πρωτοπαπά (Έθιμα της γέννησης...) λέει ότι είναι από τη «βάρκα του Άδη».

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Βαρκαρίζω

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).