Καρτούσα
Καρτούσα (η) | |
---|---|
Ετυμολογία | από το «καρκιά» (κοιλιά) και «βαστώ», «κρατώ» |
Σημασιολογία | η βοηθός της μαίας, μαθητεύομενη μαία |
Ετυμολογία
από το «καρκιά» (κοιλιά) και «βαστώ», «κρατώ»
Σημασιολογία
η βοηθός της μαίας, μαθητεύομενη μαία
Παραδείγματα
«Εφέραν της το σελλίν τζ̌αι την καρτούσαν, που εβάσταν την τζ̌οιλιάν της τζ̌' εκράτεν τα γόνατα της»
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
- Εγγέ
- Καρκιοβαστούσα
- Καριοπονούσα
- Καρζ̌ιοκρατούσα
- Καρκιοπονού
- Καρκιομαμμού
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).