Κορτώννω

Αναθεώρηση ως προς 15:46, 22 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Κορτώννω
Ετυμολογία κορδώνω, στέκομαι ευθεία, αποφεύγω το καμπούριασμ

Ετυμολογία

Σημασιολογία

κορδώνω, στέκομαι ευθεία, αποφεύγω το καμπούριασμ

Παραδείγματα

Λέγεται και για άτομα με επιδεικτική αυτοπεποίθηση. «Άε τον κόρτωμαν τούτον!»

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).