Λαγγά

Αναθεώρηση ως προς 15:47, 22 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Λαγγά (τα)
Σημασιολογία τα κάτω μέρη της κοιλιάς, τα λαγόνια

Ετυμολογία

Σημασιολογία

τα κάτω μέρη της κοιλιάς, τα λαγόνια

Παραδείγματα

«Φακκούν τα λαγγά του», φρ. = όταν κάποιος έχει τόση δύσπνοια (λαγγοδέρνει) ώστε να χρησιμοποιεί ακόμα και τους μυς της κάτω κοιλιάς.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).