Ματζ̌ελλωμένος

Αναθεώρηση ως προς 15:48, 22 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Ματζ̌ελλωμένος (ο)
Ετυμολογία ο τυλιγμένος στα αίματα, από το macellum = σφαγείο
Σημασιολογία ο αιματωμένος, σφαγμένος

Ετυμολογία

ο τυλιγμένος στα αίματα, από το macellum = σφαγείο

Σημασιολογία

ο αιματωμένος, σφαγμένος

Παραδείγματα

«Έφκαλεν το μασ̌έριν του που τ' αρκυρόν φηκάριν. Εις το βυζίν της το 'μπηξεν, εις την καρκιάν της πάει. Είδεν την ο Σαραπαλής πως είταν ματωμένη. -Σουσού μου ποιος σε βάρησεν τζ̌' είσαι ματζ̌ελλεμένη; Που να 'σ̌ιει την κατάραν μου τζ̌είνος ο αερφός σσου. Σύρε Σουσού μου στογ γιατρό να γιάνει τον καμόν σου». (Άσμα του Σαραπαλή, από τη συλλογή «Κύπρια Έπη» του Ξενοφώντος Φαρμακίδη, Λευκωσία, Κύπρος 1926).

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

  • Ματζ̌ελλωτυλιμένος

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).