Μουθούνας

Αναθεώρηση ως προς 15:49, 22 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μουθούνας ()
Σημασιολογία αυτός που αναπνέει με δυσκολία λόγω κλεισίματος των ρουθουνιών (από κατάρρουν), μιλά από τη μύτη

Ετυμολογία

Σημασιολογία

αυτός που αναπνέει με δυσκολία λόγω κλεισίματος των ρουθουνιών (από κατάρρουν), μιλά από τη μύτη

Παραδείγματα

«Εστουππώσαν τα ρουθούνια του που την Τζ̌υνάχωση τζ̌αι μουθουνίζει», φρ.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).