Ντζ̌ελλώννω

Αναθεώρηση ως προς 15:50, 22 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Ντζ̌ελλώννω
Ετυμολογία από το «αγκυλώνω». «Εντζ̌ελλώθηκα που του' ντα αγκάθκια τζ̌αι τρέχουν τα γαίματα μου», φρ.
Σημασιολογία πληγώνω με αγκάθι

Ετυμολογία

από το «αγκυλώνω». «Εντζ̌ελλώθηκα που του' ντα αγκάθκια τζ̌αι τρέχουν τα γαίματα μου», φρ.

Σημασιολογία

πληγώνω με αγκάθι

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).