Πόξυλος

Αναθεώρηση ως προς 15:53, 22 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Πόξυλος (ο)
Ετυμολογία από το «από+ξύλο» δηλ. σκληρός σαν το ξύλο και «ποξυλιανίσκω» = γίνομαι ξηρός σαν το ξύλο (από το κρύο)
Σημασιολογία αυτός που έχει ακαμψία, είναι νεκρός. Επίσης και για τους μύες όταν πιαστούν και είναι δύσκολο να κινούνται.

Ετυμολογία

από το «από+ξύλο» δηλ. σκληρός σαν το ξύλο και «ποξυλιανίσκω» = γίνομαι ξηρός σαν το ξύλο (από το κρύο)

Σημασιολογία

αυτός που έχει ακαμψία, είναι νεκρός. Επίσης και για τους μύες όταν πιαστούν και είναι δύσκολο να κινούνται.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).