Πορίβκω

Αναθεώρηση ως προς 15:54, 22 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Πορίβκω
Σημασιολογία αποσπερματώ, εκχύω σπέρμα

Ετυμολογία

Σημασιολογία

αποσπερματώ, εκχύω σπέρμα

Παραδείγματα

  • «Εν πορίβκει ακόμα», φρ. = δεν έφθασε σε ηλικία να εξάγει σπέρμα, είναι ακόμα παιδί
  • «πορίμματα, τα» = το χυμένο σπέρμα.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).