Ρουσ̌ίν

Αναθεώρηση ως προς 15:55, 22 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Ρουσ̌ίν (το)
Σημασιολογία βλέννα ή ακαθαρσία στο σάλιο του βρέφους, επίσης και ο επιθανάτιος ρόγχος

Ετυμολογία

Σημασιολογία

βλέννα ή ακαθαρσία στο σάλιο του βρέφους, επίσης και ο επιθανάτιος ρόγχος

Παραδείγματα

να ξεράσεις το ρουσ̌ίν σου

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).