Σύνκαλα

Αναθεώρηση ως προς 15:58, 22 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Σύνκαλα (τα)
Σημασιολογία Το να είναι κάποιος καλά, να έχει θεραπευτεί μετά από ασθένεια

Ετυμολογία

Σημασιολογία

Το να είναι κάποιος καλά, να έχει θεραπευτεί μετά από ασθένεια

Παραδείγματα

«Ήμουν άρρωστος αλλά τωρά ήρτα στα σύνκαλα μου»

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).