Τσικκιρίλλης
Τσικκιρίλλης (ο) | |
---|---|
Ετυμολογία | οι καταλήξεις σε –ίλλης σε σχέση με τα μάτια είναι από το «ιλλός» = οφθαλμός |
Σημασιολογία | αυτός που έχει μόλυνση στα μάτια και ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα του συνέχεια για ανακούφιση |
Ετυμολογία
οι καταλήξεις σε –ίλλης σε σχέση με τα μάτια είναι από το «ιλλός» = οφθαλμός
Σημασιολογία
αυτός που έχει μόλυνση στα μάτια και ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα του συνέχεια για ανακούφιση
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).