Πρότυπο:Word

Ετυμολογία

απίδι > από το ελληνιστικό ἀπίδιον, υποκοριστικό του ἄπιον

Σημασιολογία

απίδι > ο καρπός της απιδιάς, ή κοινώς: αχλάδι

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Ουσιαστικό, γένους ουδετέρου

Συγγενικές Λέξεις

  • απιδιά

Συνώνυμα

  • αχλάδι