Αβκολιά
_TOC_
Ετυμολογία
από το αρχαίο εκβολή (στόμιο ποταμού).
Σημασιολογία
χαντάκι στα χωράφια για απορρόφηση τoυ πολλού νερού της βροχής
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Ουσιαστικό, γένους θυλικού
Συγγενικές Λέξεις
αβκολιάζω
_TOC_
από το αρχαίο εκβολή (στόμιο ποταμού).
χαντάκι στα χωράφια για απορρόφηση τoυ πολλού νερού της βροχής
Ουσιαστικό, γένους θυλικού
αβκολιάζω