Αβάττα
Ετυμολογία
από το τούρκικο avanta (αθέμιτο όφελος), από το ιταλικό avanti (εμπρός)
Σημασιολογία
φαγοπότι σε βάρος αλλού
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Ουσιαστικό, γένους θυλικού
Συγγενικές Λέξεις
- αβάττατζης
από το τούρκικο avanta (αθέμιτο όφελος), από το ιταλικό avanti (εμπρός)
φαγοπότι σε βάρος αλλού
Ουσιαστικό, γένους θυλικού