Πρότυπο:Word

Ετυμολογία

από το τούρκικο cul.

Σημασιολογία

1) το κουρέλι, 2) παρτίδα παιχνιδιού, τσουλιάζω= κερδίζω μιαν παρτίδα παιχνιδιού και βάζω στην κεφαλή του ηττημένου την παλάμη του χεριού η ένα κομμάτι ρούχου.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Ουσιαστικό, γένους ουδέτερου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα