Αβάττα
Ετυμολογία
από το τούρκικο avanta (αθέμιτο όφελος), από το ιταλικό avanti (εμπρός)
Σημασιολογία
φαγοπότι σε βάρος αλλού
Παραδείγματα
Δεν αγοραζει ποτε τσιγαρα ,παντα καπνιζει ,αβάττα.
Μέρος του Λόγου
Επίρρημα
Συγγενικές Λέξεις
- αβάττατζης
από το τούρκικο avanta (αθέμιτο όφελος), από το ιταλικό avanti (εμπρός)
φαγοπότι σε βάρος αλλού
Δεν αγοραζει ποτε τσιγαρα ,παντα καπνιζει ,αβάττα.
Επίρρημα