Αβανιά
Ετυμολογία
από το ιταλικό avania
Σημασιολογία
συκοφαντία
Παραδείγματα
Του έβγαλαν αβανιά ότι είναι χαρτοπαίκτης
Μέρος του Λόγου
Ουσιαστικό, γένους θηλυκού
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
διαβολή, δυσφήμηση, κατηγορία, κακολογία, ρετσινιά, συκοφαντία