Πρότυπο:Word

Ετυμολογία

από το ιταλικό avania (=ζημιά) από το τούρκικο avan (=δόλιος) από το αραβικό havan (=προσβολή)

Σημασιολογία

συκοφαντία

Παραδείγματα

Του έβγαλαν αβανιά ότι είναι χαρτοπαίκτης

Μέρος του Λόγου

Ουσιαστικό, γένους θηλυκού

Συγγενικές Λέξεις

αβάνης, αβανιάρης

Συνώνυμα

διαβολή, δυσφήμηση, κατηγορία, κακολογία, ρετσινιά, συκοφαντία