Τσουλίν
Τσουλίν (το) |
---|
Ετυμολογία
Η προέλευσή του είναι τούρκικη, cul.
Σημασιολογία
1) Το κουρέλι
2) παρτίδα παιχνιδιού, τσουλιάζω= κερδίζω μιαν παρτίδα παιχνιδιού και βάζω στο κεφάλι του ηττημένου την παλάμη του χεριού ή ένα κομμάτι ρούχου.
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Ουσιαστικό, γένους ουδέτερου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου