Αγιασμός (ο)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

ιαματικό νερό που το έχει αγιάσει ο ιερέας (με ειδικές ευχές), για τοπικές παθήσεις, και ακόμα και πόσιμο για εσωτερικές παθήσεις.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Ουσιαστικό

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου