Ακτιπαλής

Αναθεώρηση ως προς 18:36, 5 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ακτιπαλής (ο) |etymologia= |simasiologia= ο έφηβος (αρσενικός), όταν φθάσει σε ηλικία που μπ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Ακτιπαλής (ο)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

ο έφηβος (αρσενικός), όταν φθάσει σε ηλικία που μπορεί να γονιμοποιήσει.

Παραδείγματα

«Ακτιπάλιασεν τούτος αλώπως γιατί εβράχνιασεν η φωνή του».

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου