Άλαλος

Αναθεώρηση ως προς 18:40, 5 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Άλαλος (ο) |etymologia= |simasiologia= άφωνος, χωρίς λαλιά, και ο βωβός. |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Άλαλος (ο)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

άφωνος, χωρίς λαλιά, και ο βωβός..

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου