Αλαοσκοπιή

Αναθεώρηση ως προς 18:45, 5 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αλαοσκοπιή (η) |etymologia= |simasiologia= η τύφλα. |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Σημασιολ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Αλαοσκοπιή (η)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

η τύφλα.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Ουσιαστικό

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου