Αλάς

Αναθεώρηση ως προς 18:47, 5 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αλάς (ο) |etymologia= |simasiologia= το φυτό αλόη, βρίσκεται σε πολλές πρακτικές συνταγές....')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Αλάς (ο)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

το φυτό αλόη, βρίσκεται σε πολλές πρακτικές συνταγές.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Ουσιαστικό

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου