Αλεξιφάρμακον

Αναθεώρηση ως προς 18:48, 5 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αλεξιφάρμακον (το) |etymologia= |simasiologia= το προφυλακτικό φάρμακο (αντίδοτο σε δηλητ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Αλεξιφάρμακον (το)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

το προφυλακτικό φάρμακο (αντίδοτο σε δηλητηριασμό)

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

λέγεται και «αντιδοτάριον»

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου