Αλλήθωρος
Αλλήθωρος (ο) |
---|
Ετυμολογία
από το αρχ. «αλλοίως θεωρώ».
Σημασιολογία
ο πάσχων από στραβισμό
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου