Αλλήθωρος

Αναθεώρηση ως προς 18:53, 5 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αλλήθωρος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο πάσχων από στραβισμό |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Αλλήθωρος (ο)

Ετυμολογία

από το αρχ. «αλλοίως θεωρώ».

Σημασιολογία

ο πάσχων από στραβισμό

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου