Αμμαθκιάζω

Αναθεώρηση ως προς 19:15, 5 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αμμαθκιάζω |etymologia= |simasiologia= θεραπεύω τους οφθαλμούς (ιατρική). |proelefsi= }} __TOC__ =...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Αμμαθκιάζω

Ετυμολογία

Σημασιολογία

θεραπεύω τους οφθαλμούς (ιατρική).

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου