Αμματόπονος
Αμματόπονος (ο) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
οφθαλμία, ο πόνος των ματιών
Παραδείγματα
«Η στραβάρα εν περίτου που την αμματοπόνηση», φρ. = η παντελής τύφλωση είναι χειρότερη από την πρόσκαιρη μόλυνση των οφθαλμών. Λέγεται για όσους δεν προσέχουν ούτε εκείνα που είναι προφανή.
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
«ομματόπονος»
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου