Αμμέ

Αναθεώρηση ως προς 21:15, 8 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αμμέ (το) |etymologia= |simasiologia= μικρό αλλά αξιοπρόσεκτο πνευματικό ή σωματικό ελάττ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Αμμέ (το)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

μικρό αλλά αξιοπρόσεκτο πνευματικό ή σωματικό ελάττωμα, ψεγάδι.

Παραδείγματα

«Τούτος έσ̌ει αμμέ» «Μεν κάμνεις έτσι, εννά σου μείνει αμμέ» Λ.χ. σύσπαση μυών του προσώπου, γλωσσικό ελάττωμα (τραυλισμός), το ένα αυτί είναι μικρότερο από το άλλο κ.λπ.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου