Αμολόητος

Αναθεώρηση ως προς 21:26, 8 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αμολόητος (ο) |etymologia= |simasiologia= το πέος, επίσης και η παρωνυχία, και ο πόνος κοιλι...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Αμολόητος (ο)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

το πέος, επίσης και η παρωνυχία, και ο πόνος κοιλιάς, ο εμετός (κυρίως μικρών παιδιών).

Παραδείγματα

«Ο μιτσής μου είσ̌εν αμολόητον τζ̌' εξέρναν ούλλη νύχτα».

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου