Ανάγκη
Ανάγκη (η) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
η ασθένεια γενικά, η επιδημία, η φυματίωση, ή τα αφροδίσια νοσήματα. Επίσης και η αφόδευση, το χέσιμο.
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
ανάντζ̌η
Αναντζ̌εμένος, ο = αυτός που πάσχει από χρόνια ασθένεια, ο φιλάσθενος, καχεκτικός.
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου