Αναμύω

Αναθεώρηση ως προς 19:19, 15 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αναμύω |etymologia= |simasiologia= μόλις ανοίγω τα βλέφαρά μου λόγω νυσταγμού |proelefsi= }} __...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Αναμύω

Ετυμολογία

«ανά» + «μύειν» = κλείω

Σημασιολογία

μόλις ανοίγω τα βλέφαρά μου λόγω νυσταγμού.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου