Αναντζ̌εμένος

Αναθεώρηση ως προς 19:23, 15 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αναντζ̌εμένος (ο) |etymologia= |simasiologia= αρρωστημένος, αυτός που πάσχει από σοβαρή αρ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Αναντζ̌εμένος (ο)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

αρρωστημένος, αυτός που πάσχει από σοβαρή αρρώστια.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου