Ανασύρνω

Αναθεώρηση ως προς 19:29, 15 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ανασύρνω |etymologia= |simasiologia= έχω δύσπνοια, ασκομαχώ, παίρνω τις τελευταίες μου αν...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Ανασύρνω

Ετυμολογία

Σημασιολογία

έχω δύσπνοια, ασκομαχώ, παίρνω τις τελευταίες μου αναπνοές.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

ανασέρνω

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου