Ανεβασιά
Ανεβασιά (η) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
η ανάβαση του αίματος δηλ. δύσπνοια, στενοχωρία
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
ανασύρνω
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου