Ανεμοπύρωμα

Αναθεώρηση ως προς 19:34, 15 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ανεμοπύρωμα (το) |etymologia= |simasiologia= ερυσίπελας. Λοίμωξη του δέρματος από αιμολυτ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Ανεμοπύρωμα (το)

Ετυμολογία

Από το «άνεμος» και «πύρωμαν», κόκκινο εξάνθημα στο πρόσωπο.

Σημασιολογία

ερυσίπελας. Λοίμωξη του δέρματος από αιμολυτικό στρεπτόκοκκο.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

«φουσκοπύρωμαν», «πρησκοπύρωμαν» και «κκελλοπύρωμαν».

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου