Άνεση

Αναθεώρηση ως προς 19:36, 15 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Άνεση (η) |etymologia= |simasiologia= η αναπνοή |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Σημασιολογί...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Άνεση (η)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

η αναπνοή

Παραδείγματα

«Εστούππωσεν ο λαιμός μου τζ̌αι εν παίρνω άνεσην».

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου