Αρκόσ̌σ̌υλλα

Αναθεώρηση ως προς 20:58, 19 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αρκόσ̌σ̌υλλα (η) |etymologia= |simasiologia= ο ασφόδελος, είδος φυτού σαν ματσικόριδο, για...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Αρκόσ̌σ̌υλλα (η)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

ο ασφόδελος, είδος φυτού σαν ματσικόριδο, για γενική υγεία

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

αβρόσ̌σ̌ιλλα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου