Ασ̌σ̌ημόπλαστος

Αναθεώρηση ως προς 20:08, 23 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ασ̌σ̌ημόπλαστος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο άσχημος, κακοκαμωμένος |proelefsi= }} __TOC__ ==Ε...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Ασ̌σ̌ημόπλαστος (ο)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

ο άσχημος, κακοκαμωμένος

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου