Αστενισμένος

Αναθεώρηση ως προς 20:13, 23 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αστενισμένος |etymologia= |simasiologia= ο ασθενής, ο αδύναμος |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογί...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Αστενισμένος

Ετυμολογία

ο ασθενής, ο αδύναμος

Σημασιολογία

Παραδείγματα

«Ο αφέντης Φραντζέζης ο οποίος πολομά άξια θαύματα εις τους αστενείς και εις πύρεξες». φρ. (Χρονικό Λεοντίου Μαχαιρά).

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

«αστενής» (ο)

Συνώνυμα

αστενεμένος

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου