Ασύντυχον
Ασύντυχον (το) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
το νερό που παρουσιάζεται για γητειά και που έχει μαζευτεί χωρίς να μιλά κανένας.
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου